- μικροδοσία
- μικροδοσία, ἡ (Α)το να δίδει κανείς μικρά δώρα, φιλαργυρία, φειδωλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -δοσία (< -δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο-δοσία, μισθο-δοσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροδοσίας — μικροδοσίᾱς , μικροδοσία giving small presents fem acc pl μικροδοσίᾱς , μικροδοσία giving small presents fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πανδοσία — Όνομα 2 αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Αποικία της νότιας Ιταλίας στη Λευκανία, σε απόσταση 10 χλμ. από την Ηράκλεια. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο πόλεις ο Πύρρος νίκησε τους Ρωμαίους το 280 π.Χ. 2. Αποικία στη θεσπρωτική περιοχή της Κασσωπαίας Ηπείρου … Dictionary of Greek